- ἀνάταξις
- ἀνάταξις, εως, ἡ,A financial estimate, assessment, SIG577.21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανάταξη — Η αποκατάσταση στη φυσιολογική του θέση ενός σπασμένου οστού ή εξαρθρωμένου μέλους. Η α. εκτελείται είτε με ειδικούς χειρισμούς (αναίμακτη α.) είτε με χειρουργική επέμβαση (αιματηρή α.). Σε περίπτωση κήλης, η α. συνίσταται στην επαναφορά στην… … Dictionary of Greek
ἀνατάξεως — ἀνατάξεω̆ς , ἀνάταξις financial estimate fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)